- καμπτροφόρος
- καμπτρο-φόρος, ὁ, =A capsarius, ib.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καμπτροφόρος — καμπτροφόρος, ὁ (Α) δούλος που κρατά τη θήκη, τη σάκα με τα βιβλία τών παιδιών, θυλακοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτρα + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, πυρ φόρος] … Dictionary of Greek